- ποάζειν
- ποάζωweed: pres inf act (attic epic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ποάζειν — ποάζω weed pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποάζω — Α [πόα] 1. ξεριζώνω τα άχρηστα βότανα, βοτανίζω 2. (για έδαφος) καλύπτομαι με χλόη, με χορτάρι («καὶ τὸ ἔδαφος ποάζον δι ἔτους», Στράβ.) 3. (για θάλασσα) έχω πρασινωπή επιφάνεια («τὸ πέλαγος ποάζειν τε τὴν ἐπιφάνειαν διαφαινομένου τοῡ μνίου καὶ… … Dictionary of Greek